- προσώρας
- Νεπίρρ.1. προς το παρόν, για την ώρα2. προσωρινά, για λίγο μόνο χρόνο.[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετο «εκ συναρπαγής» < μσν. φρ. πρός ὥραν].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσωρινός — και διαλ. τ. προσερινός, ή, ό, Ν 1. αυτός που υπάρχει ή διαρκεί για λίγο μόνο χρόνο, πρόσκαιρος, βραχυχρόνιος («προσωρινή εγκατάσταση») 2. (πολ. δικ.) αυτός που εκτελείται πρόσκαιρα έως ότου ρυθμιστεί οριστικά 3. φρ. α) «προσωρινή εκτέλεση» (πολ … Dictionary of Greek